- ολονέν
- см. ολοέν(α)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ολονέν — και ολονένα επίρρ. βλ. ολοένα … Dictionary of Greek
ολοένα — και ολοέν και ολονέν και ολονένα επίρρ. 1. χωρίς διακοπή, αδιάκοπα, συνεχώς, διαρκώς 2. συχνά («ολοένα παραπονιέται») 3. ήδη, αυτή τη στιγμή, την ώρα που μιλάμε («ολοένα θά ναι στον δρόμο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὅλο(ν) ἕνα] … Dictionary of Greek